Το σύνδρομο Μινχάουζεν, έγινε γνωστό τις τελευταίες ημέρες λόγω της δημοσιότητας που έχει πάρει η υπόθεση και αφορά θάνατων των τριών κοριτσιών στην Πάτρα. Οι φήμες καθώς και οι εικασίες της αιτίας, του τραγικού τέλους των παιδιών έχει κατακλύσει τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης αφήνοντας υπονοούμενα και φωτογραφίζοντας κυρίως το πρόσωπο της 33χρονης μητέρας σχετικά με τον ρόλο της, στην τραγωδία.
Λίγο ή πολύ στοχοποιείται η μητέρα ως ένοχη για τον θάνατο των παιδιών και μάλιστα κάποιοι κάνουν λόγο για το σύνδρομο Μινχάουζεν και ότι πιθανό να πάσχει από αυτό. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εκπομπή της Ζήνας Κουτσελίνη, η ίδια απάντησε σε πολλές από τις κατηγορίες που της προσάπτουν όπως επίσης και στην εφημερίδα Πελοπόννησος, αναφέρθηκε στο σύνδρομο και δήλωσε ότι είναι πρόθυμη να εξεταστεί από ειδικούς ώστε να αποδειχτεί ότι δεν πάσχει από την ασθένεια. Μάλιστα όπως τόνισε, το μόνο που επιθυμεί είναι να συνεργαστεί με οποιαδήποτε ιατρική ή αστυνομική αρχή ώστε να βγει η αλήθεια στο φως.
Τι είναι όμως το Σύνδρομο Μινχάουζεν;
Το σύνδρομο Μινχάουζεν, αποτελεί πρόκληση ως προς τη διάγνωση του, καθώς μπορεί να προηγηθούν χρόνια πριν κάποιος κοντινός άνθρωπος του ασθενούς ή το ιατρικό προσωπικό καταλάβει το σύνδρομο πίσω από την προσποίηση μίας άλλης κατάστασης. Είναι μια κλινική διαταραχή κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο επινοεί ή προκαλεί ασθένειες στον εαυτό του. Το σύνδρομο έχει πάρει το όνομα του από το βαρώνο Μινχάουζεν, Γερμανό συγγραφέα (1720-1797), και πρωταγωνιστή του βιβλίου του Ροδόλφου Ράσπε, του 1785, όπου και ο βαρώνος διηγείται τα υποτιθέμενα κατορθώματα του στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1768-1774), για να προκαλέσει το θαυμασμό των υπολοίπων.
Από τότε, έγινε ορόσημο δανείζοντας το όνομα του στην συγκεκριμένη διαταραχή, η οποία αποτελεί μία πρόκληση ως προς τη διάγνωση της, καθώς μπορεί να προηγηθούν χρόνια πριν κάποιος κοντινός άνθρωπος του ασθενούς ή το ιατρικό προσωπικό καταλάβει την προσποίηση. Όπως είναι αναμενόμενο, άτομα με αυτού του τύπου διαταραχή δεν ζητούν ποτέ βοήθεια από ψυχολόγο ή ψυχίατρο, καθώς αυτό θα σήμαινε πως θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την χειραγώγηση και να αποδεχτούν πως χρειάζονται βοήθεια.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε πως τα κίνητρα του ατόμου δεν είναι εξωτερικά, δεν αποσκοπούν δηλαδή σε υλικά οφέλη, αλλά έχουν να κάνουν με μία εσωτερική ανάγκη του ατόμου, να τραβάει την προσοχή και τον οίκτο των άλλων ανθρώπων ώστε να γίνει η σύνδεση με ένα νοσηρό τρόπο μέσω του οίκτου.
Κάποιος με σύνδρομο Μινχάουζεν έχει μελετήσει καλά τα συμπτώματα που θέλει να υποκριθεί, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές να πείθει τον περίγυρο του για την κλινική του κατάσταση και όντως να παίρνει τον οίκτο που αρχικά αποσκοπούσε.
Όταν το σύνδρομο γίνεται δολοφονική απόπειρα
Το σύνδρομο Μινχάουζεν διά αντιπροσώπου (Munchausen syndrome by proxy) είναι μία κλινική διαταραχή στην οποία ένας φροντιστής προκαλεί τεχνητά μία ασθένεια ή τραυματισμό σε ένα άτομο υπό τη φροντίδα του, όπως ένα παιδί, ένας ηλικιωμένος ενήλικας ή ένα άτομο με αναπηρία.
Έχει παρατηρηθεί τις περισσότερες φορές στην ακραία του μορφή, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της 34χρόνης μητέρας από την Αμερική, η οποία υπέβαλε τον 8χρονο γιο της σε 13 επεμβάσεις χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, προκαλώντας του τεχνητές μολύνσεις και αδυναμία, και πείθοντας ακόμα και το δικαστήριο να αποκλείσει τον πατέρα από το να βλέπει το παιδί, κόβοντας έτσι κάθε ελπίδα σωτηρίας του ανηλίκου. Χρειάστηκαν χρόνια έως ότου το ιατρικό προσωπικό καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά, και ότι δεν υπάρχουν συμπτώματα έως ότου ειδοποιηθούν οι αρχές, και συλληφθεί η μητέρα.
Επομένως η διαταραχή είναι μια μορφή κακοποίησης παιδιών ή ηλικιωμένων. Από τη συγκεκριμένη διαταραχή εμπνεύστηκε το βιβλίο αιχμηρά αντικείμενα (sharp objects), στο οποίο βασίστηκε αργότερα και η ομότιτλη τηλεοπτική σειρά. Πρόκειται για μια ψυχοπαθολογία, η οποία είναι επικίνδυνη, καθώς οι αποδέκτες αυτής της νοσηρής φροντίδας μπορεί να οδηγηθούν και στο θάνατο.
Ο φροντιστής εισάγει στον οργανισμού του θύματος ουσίες ή χρησιμοποιεί πρακτικές (πχ κλύσματα), με στόχο να επιφέρει ασθένεια τεχνητά στο θύμα. Το σύνδρομο αυτό, στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5), αναφέρεται στην πρόκληση ή επινόηση νόσου από τον γονέα.
Η συγκεκριμένη διαταραχή, αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις δολοφονική απόπειρα, καθώς πολλές φορές τα θύματα δηλητηριάζονται σταδιακά και υποκύπτουν (όπως στην περίπτωση του βρέφους που έχασε τη ζωή του από υπερνατριαιμία), ενδιαφέρει πέρα από την ψυχιατρική επιστήμη, και την εγκληματολογία, καθώς, πολλές φορές όπως έχει αποδειχτεί, είναι φοβερά δύσκολο να γίνει η διάγνωση της διαταραχής ή είναι πολύ αργά καθώς το θύμα έχει φτάσει σε επικίνδυνο σημείο για την ζωή του και για την ψυχική του υγεία.
Η διαταραχή αυτή αφορά ως επί το πλείστον μητέρες (75%), ενώ σε κάποιες περιπτώσεις εμπλέκονται σιωπηρά και αλλά μέλη της οικογένειας ως ηθικοί αυτουργοί. Η διαταραχή αυτή, όσο ξένη και να μας φαίνεται από την ελληνική πραγματικότητα, έχει κάποιες απολήξεις οι οποίες αφορούν πληθυσμό με κάποιου είδους αναπηρία, ή νοητική υστέρηση. Η παραμέληση ή η κακομεταχείριση ενός τέτοιου ανθρώπου ή ακόμα και ενός ηλικιωμένου θα πρέπει να διερευνάται εις βάθος.
Συνήθως οι γονείς με την διαταραχή έχουν και οι ίδιοι το σύνδρομο και στην πρώτη του μορφή (χρήση παθολογίας ή συμπτωμάτων για τους ίδιους, την οποία προβάλουν και στο παιδί).
Τα χαρακτηριστικά που μας παραπέμπουν στη διαταραχή είναι:
– Υποφαινόμενη ασθένεια ή συμπτωματολογία του θύματος στην οποία ο θύτης επιμένει και έχει άρτια γνώση (εδώ να πούμε πως τα συμπτώματα είναι πραγματικά, καθώς το παιδί ή το θύμα μπορεί να έχει θανατηφόρα συμπτώματα όπως ποσοστά ουσιών στο αίμα, αιμορραγία, κακώσεις στο έντερο ή στον οισοφάγο κλπ αλλά αυτό που ισχυρίζεται ο θύτης, πχ καρκίνος, λευχαιμία κλπ, δεν ισχύει σε καμία περίπτωση).
– Συνεχής αναζήτηση ιατρικής φροντίδας και συχνές επισκέψεις σε νοσοκομεία ή συχνή χρήση φαρμάκων.
– Άρνηση του θύτη για οποιαδήποτε ευθύνη ή ανάμειξη στο πρόβλημα ή τη νόσο (κάνει έντονα πως δεν ξέρει ενώ πριν λίγο περιέγραφε με γλαφυρότητα τα συμπτώματα).
– Άμεση υποχώρηση των συμπτωμάτων, όταν το παιδί απομακρύνεται από τον φροντιστή (πχ μείνει στο νοσοκομείο ή κάποιες μέρες στους παππούδες).
Η εγκληματολογική συνεισφορά στη διάγνωση
Κάτι που πολλοί άνθρωποι και επαγγελματίες ψυχικής υγείας δεν γνωρίζουν είναι πως στη διάγνωση μπορεί να συνεισφέρει η εγκληματολογική προσέγγιση. Από τη στιγμή που συλλέγονται στοιχεία τα οποία δεν συνάδουν και είναι αντικρουόμενα, στην εγκληματολογία διερευνώνται εις βάθος και με πιο αντικειμενικό τρόπο τα στοιχεία αυτά.
Εάν για παράδειγμα ένας γονιός επιμένει πως το παιδί του νοσεί ή είναι ευαίσθητο στις μολύνσεις και γι’ αυτό και δεν το αφήνει να βγει από το σπίτι ή να έρθει σε επαφή με αλλά παιδιά, χρειάζεται πάντοτε να διερευνάται η ορθότητα των λεγόμενών του, ειδικά όταν αυτό που βλέπουμε μπροστά μας είναι ένα υγιές παιδί ή οι εξετάσεις του δείχνουν απόλυτα φυσιολογικές.
Ένα εξίσου ενδιαφέρον χαρακτηριστικό το οποίο είναι άξιο να αναφερθεί είναι η φοβερή προσκόλληση που παρουσιάζει το θύμα στον κακοποιητή, ακριβώς επειδή ο ίδιος εμφανίζεται ως ο απόλυτος φροντιστής ή αλλιώς σωτήρας.
Με λίγα λόγια, ένας έμπειρος κλινικός ή γιατρός θα παρατηρήσει την έντονη προσκόλληση του παιδιού μαζί με φόβο συσχέτισης με οποιονδήποτε άλλον, καθώς και έντονη συνεξάρτηση με τη μητέρα. Αυτό συμβαίνει ακριβώς επειδή ο φροντιστής παρουσιάζεται ως ο μόνος και απόλυτος σωτήρας και φυσικά σε ευάλωτα μέλη όπως είναι τα παιδιά, για τα οποία η μητέρα είναι το παν, ενσωματώνεται η νοσηρή εμπειρία ως κάτι φυσιολογικό.
Τα συνεπακόλουθα όπως είναι αντιληπτό, πέραν της δυσλειτουργικής σχέσης με την μητέρα, είναι ο ακραίος φόβος που καταπιέζεται, καθώς ένα υγιές παιδί θέλει και να σχετιστεί αλλά και να παίξει, όμως αυτό του έχει απαγορευθεί με χειραγώγηση. Ακόμη το παιδί βιώνει την άρνηση της επικύρωσης από τη μητέρα ως προς τα συναισθήματα του, με ολέθρια αποτελέσματα για την συναισθηματική του ρύθμιση και στον ψυχισμό του.
Σε κάποιες περιπτώσεις που ο θύτης συλλαμβάνεται και του αφαιρείται το παιδί, η θεραπεία και η αποκατάσταση από την συνειδητοποίηση είναι φοβερά δύσκολη, καθώς θα πρέπει να καλυφθούν τα πολλαπλά τραύματα της κακοποίησης, της συνεξάρτησης, αλλά και της ενοχής που φέρουν τα θύματα.
Παρατήρηση προς αναστοχασμό
Η κλινική πρακτική έχει δείξει ότι το φαινόμενο είναι δύσκολο στη διάγνωση του και απαιτεί κριτική σκέψη και εμπειρία. Παρόλα αυτά, στη συμβουλευτική συναντάμε περιπτώσεις στις οποίες δεν προκαλείται σύμπτωμα στο παιδί μέσω ουσιών ή ιατρικών τεχνικών, αλλά μία αδυναμία του γονέα να αφήσει το παιδί να προχωρήσει αναπτυξιακά χρησιμοποιώντας εκφράσεις όπως είναι πολύ μικρός για αυτό, δεν μπορεί κλπ, ακόμα και αν ο παιδίατρος ή ο αναπτυξιολόγος έχει βεβαιώσει για το αντίθετο.
Παρατηρείται λοιπόν μια αισθητηριακή παλινδρόμηση, καθώς το παιδί που δεν έχει αρκετά ερεθίσματα παρουσιάζει έναν περιβαλλοντολογικό αυτισμό, ο οποίος αιτιολογείται από τον γονέα. Φυσικά ένας αγχώδης γονέας δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι φέρει το σύνδρομο, παρόλα αυτά, η τεχνητή παλινδρόμηση και η σχέση με τους γονείς θα πρέπει να διερευνάται εις βάθος.
Με πληροφορίες από, psychologynow.gr