Στον εμβολιασμό, την ανοσία και τις μεταλλάξεις του κορoνοϊού , αναφέρθηκε μιλώντας στο webinar «COVID-19 Vaccines-Moving Forward» του Φόρουμ Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Ιατρικής, ο καθηγητής Παθολογίας – Λοιμώξεων του ΕΚΠΑ, Σωτήρης Τσιόδρας.
Ο καθηγητής, τόνισε ότι «ο ιός ήρθε για να μείνει» και ελπίζει να απαλλαγούμε από τις μάσκες, όταν η ανοσία του πληθυσμού φτάσει σε υψηλά επίπεδα μέσω του εμβολιασμού.
Σημείωσε ότι και ο ίδιος φοράει μάσκα 16 με 18 ώρες τη μέρα και κατανοεί πως τα συνεχή μέτρα όπως lockdown και απαγορευτικά, έχουν κουράσει τους ανθρώπους και δεν μπορούν να συμμορφωθούν.
Σε ότι αφορά τον εμβολιασμό, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων σε ποσοστό 72%, λέει «ναι» στον εμβολιασμό. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «Η ελληνική κοινωνία αποδέχεται τον εμβολιασμό και αυτό είναι πολύ σημαντικό».
Σχετικά με τις μεταλλάξεις του ιού και το κατά πόσον το εμβόλιο είναι αποτελεσματικό απέναντι σε αυτές, ο κ. Τσιόδρας τόνισε ότι όσο πιο γρήγορα εμβολιάσουμε και με τον σωστό τρόπο, τον πληθυσμό πιθανότατα θα αποφύγουμε τη διασπορά και την ανάπτυξη νέων ανθεκτικών στελεχών. Ωστόσο δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να τροποποιείται κάθε χρόνο το εμβόλιο, όπως συμβαίνει και με το εμβόλιο της γρίπης.
Όπως τόνισε: «Ίσως μπούμε σε μια κατάσταση, στην οποία για την αποτελεσματικότητα του εμβολίου θα εξετάζουμε κάθε χρόνο τον ιό για μεταλλάξεις, με ένα δίκτυο αντίστοιχο με της γρίπης, και θα εκδίδουμε οδηγίες για το πως θα κατασκευάζεται κάθε χρόνο το εμβόλιο, η επιστήμη διαθέτει πλέον την τεχνογνωσία να αντιμετωπίσει αυτό το εμπόδιο».
Για το θέμα της αποτελεσματικότητας του εμβολίου ο Κ.Τσιόδρας τόνισε πως παίζουν πάρα πολλοί παράγοντες ρόλο, όπως η ανοσία στον γενικό πληθυσμό, εάν θα εμβολιάσει κανείς ενήλικες μόνο κ.α. και συμπλήρωσε ότι είναι ένα εμβόλιο το οποίο δεν έχει εγκριθεί στα παιδιά και τα περισσότερα εμβόλια της Covid δεν έχουν δοκιμαστεί εκτενώς σε παιδιά. Ανάλογα, λοιπόν, με τους παράγοντες που λαμβάνει κανείς υπόψη μπορεί και το ποσοστό πληθυσμού που πρέπει να εμβολιαστεί να κυμαίνεται από το 45% έως και το 85%».
«Για το εμβόλιο μιλούν για ένα ή δύο χρόνια ανοσίας. Δεν ξέρουμε ποια είναι η ακριβής αλήθεια θα την μάθουμε στο μέλλον. Αυτό που παίρνουμε τώρα ως δεδομένο είναι, ότι η ανοσία στον κορωνοϊό αυτόν καθ’ αυτόν, σε αρκετά μεγάλες μελέτες φαίνεται ότι κρατάει τουλάχιστον ένα 8μηνο και με βάση τη λειτουργική ανοσία ίσως και να κρατάει και αρκετά χρόνια».
Ο καθηγητής κατέληξε, λέγοντας ότι ο κορωνοϊός ήρθε για να μείνει και δεν ξέρουμε πότε θα τελειώσει. Αυτό εξαρτάται από τη διάρκεια της ανοσίας στον ιό, με την αποτελεσματικότητα του εμβολίου στο να περιορίσει τη διασπορά, την εποχικότητα και τη διαφορά που φέρνει στη διασπορά του ιού και φυσικά στις επιλογές που κάνουν οι κυβερνήσεις και τα άτομα. Ζήτησε από την πολιτεία να βρει τρόπους να βοηθήσει την κοινότητα και οι επιστήμονες να επενδύσουν περισσότερο χρόνο στο να κατανοήσουν ακόμα περισσότερο, τι δουλεύει, πότε δουλεύει, πώς δουλεύει. Αντί να χτυπούν την επιδημία με ένα σφυρί, να την χτυπούν με όσο το δυνατόν καλύτερο και χειρουργικό τρόπο και με περισσότερα δεδομένα.
Επίσης δεν παρέλειψε να χτυπήσει τον κώδωνα του κινδύνου επισημαίνοντας, ότι η κινητικότητα του πληθυσμού μπορεί να επηρεάσει τη διασπορά του ιού. Η στρατηγική είναι να τηρούνται τα μέτρα της αποσταστασιοποίησης με ταυτόχρονο εμβολιασμό του πληθυσμού και αυτό εξασφαλίζει ένα χαμηλό και σταθερό αριθμό λοίμωξης κι έτσι εξισορροπούνται τα αρνητικά αποτελέσματα στη δημόσια υγεία και το κοινωνικό και οικονομικό κόστος.